- εὐδίαιτος
- εὐδίαιτοςliving temperatelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
εὐδίαιτον — εὐδίαιτος living temperately masc/fem acc sg εὐδίαιτος living temperately neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαίτου — εὐδίαιτος living temperately masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)